- δριμώνω
- [δριμύς]1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός»)2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω3. μέσ. μαζεύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δριμώνω — δρίμωσα, γίνομαι δριμύς, αγριεύω: Ο χειμώνας δρίμωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)